- ἀνελκύσαν
- ἀνέλκωdraw upaor part act neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… … Dictionary of Greek
ανελκύω — ανέλκυσα, ανελκύστηκα, ανελκυσμένος 1. τραβώ πλοίο από τη θάλασσα στη στεριά για επισκευή, χρωματισμό κτλ.: Ανέλκυσαν το πλοίο στα ναυπηγεία για επισκευή. 2. ανασύρω, ανυψώνω: Τελικά το ναυάγιο ανελκύστηκε από το βυθό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)